- cardiopneumographe
- m мед. тех.кардиопневмограф
Dictionnaire médical français-russe.
Dictionnaire médical français-russe.
καρδιοπνευμογράφος — ο ιατρ. όργανο με το οποίο καταγράφονται οι καμπύλες τών αναπνευστικών κινήσεων και τών συστολών τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί καρδιοπνευμονογράφος, αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiopneumographe < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + pneumo (πρβλ.… … Dictionary of Greek